- σκαλτσούνι
- το, Ν1. είδος χοντρής μάλλινης κάλτσας που φοριέται κυρίως από άντρες αντί για παντόφλα μέσα στο σπίτι, τσουράπι2. είδος νηστήσιμου αμυγδαλω- τού γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδι, μέλι κανέλα και άλλα υλικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσούνι, με προθετικό σ- (πρβλ. σκόνη: κόνις)].
Dictionary of Greek. 2013.