σκαλτσούνι

σκαλτσούνι
το, Ν
1. είδος χοντρής μάλλινης κάλτσας που φοριέται κυρίως από άντρες αντί για παντόφλα μέσα στο σπίτι, τσουράπι
2. είδος νηστήσιμου αμυγδαλω- τού γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδι, μέλι κανέλα και άλλα υλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσούνι, με προθετικό σ- (πρβλ. σκόνη: κόνις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκαλτσούνι — το (λ. ιταλ.) 1. είδος κάλτσας. 2. γλυκό αμυγδαλωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλτσούνι — το 1. το καλτσόνι* 2. είδος γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδια, μέλι και κανέλα, αλλ. σκαλτσούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calzone] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”